αμανίτης

αμανίτης
Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Αθήνα. Σκοτώθηκε μόλις άρχισε η Επανάσταση σε συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων κοντά στην Αθήνα.
* * *
ο (Α ἀμανίτης)
1. μύκητας, μανιτάρι
2. (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀμανῖται
περιληπτική ονομασία όλων τών σαρκωδών μυκήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. και γαλλ. amanite «μανιτάρι»). Πιθ. < Ἀμανός, όρος τής Μ. Ασίας όπου αφθονούν τα μανιτάρια.
ΠΑΡ. μσν. ἀμανιτάριον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμανιτοκαλλιέργεια, αμανιτότοπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • βασιδιομύκητες — (basidiomycota). Υποδιαίρεση μυκήτων (μανιταριών), που περιλαμβάνει 460 γένη και 25.000 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης, ακόμα και στις πολικές. Σε υδρόβιο περιβάλλον έχουν βρεθεί μόνο δύο είδη. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία …   Dictionary of Greek

  • αμανιτάριον — ἀμανιτάριον και ἀμανιτάρι(ν), το (Μ) μικρό μανιτάρι, μανιταράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ουσιαστικού ἀμανίτης*] …   Dictionary of Greek

  • αμανιταριά — η 1. δύο ή τρία μανιτάρια που φυτρώνουν απ την ίδια ρίζα 2. τόπος που φυτρώνουν μανιτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμανίτης + αριά] …   Dictionary of Greek

  • αμανιτιά — η τόπος που φυτρώνουν μανιτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμανίτης + ιά] …   Dictionary of Greek

  • αμανιτοκαλλιέργεια — η καλλιέργεια αμανιτών, μανιταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμανίτης + καλλιέργεια] …   Dictionary of Greek

  • αμανιτότοπος — ο τόπος όπου φυτρώνουν πολλά μανιτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμανίτης + τόπος] …   Dictionary of Greek

  • ζύμωμα — ζύμωμα, τὸ (Α) [ζυμώ] 1. η ενέργεια τού ζυμώνω, το να παρασκευάζει κάποιος φύραμα από αλεύρι και νερό, η φύραση, το μίγμα 2. βοτ. ο μύκητας ή αμανίτης, το μανιτάρι νεοελλ. στον πληθ. τα ζυμώματα κοινή ονομασία τών ενζύμων* …   Dictionary of Greek

  • μανιτάρι — το 1. ο ορατός ομπρελοειδούς σχήματος καρποφόρος ορισμένων μυκήτων, τυπικά τής τάξης αγαρικώδη, αλλά και ορισμένων άλλων ομάδων 2. (γενικά) κάθε εδώδιμος καρποφόρος 3. ναυτ. άγκυρα χωρίς βραχίονες η οποία έχει σχήμα μανιταριού ή ανοιχτής ομπρέλας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”