μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… … Dictionary of Greek
δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… … Dictionary of Greek
βασιδιομύκητες — (basidiomycota). Υποδιαίρεση μυκήτων (μανιταριών), που περιλαμβάνει 460 γένη και 25.000 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης, ακόμα και στις πολικές. Σε υδρόβιο περιβάλλον έχουν βρεθεί μόνο δύο είδη. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία … Dictionary of Greek
αμανιτάριον — ἀμανιτάριον και ἀμανιτάρι(ν), το (Μ) μικρό μανιτάρι, μανιταράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ουσιαστικού ἀμανίτης*] … Dictionary of Greek
αμανιταριά — η 1. δύο ή τρία μανιτάρια που φυτρώνουν απ την ίδια ρίζα 2. τόπος που φυτρώνουν μανιτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμανίτης + αριά] … Dictionary of Greek
αμανιτιά — η τόπος που φυτρώνουν μανιτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμανίτης + ιά] … Dictionary of Greek
αμανιτοκαλλιέργεια — η καλλιέργεια αμανιτών, μανιταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμανίτης + καλλιέργεια] … Dictionary of Greek
αμανιτότοπος — ο τόπος όπου φυτρώνουν πολλά μανιτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμανίτης + τόπος] … Dictionary of Greek
ζύμωμα — ζύμωμα, τὸ (Α) [ζυμώ] 1. η ενέργεια τού ζυμώνω, το να παρασκευάζει κάποιος φύραμα από αλεύρι και νερό, η φύραση, το μίγμα 2. βοτ. ο μύκητας ή αμανίτης, το μανιτάρι νεοελλ. στον πληθ. τα ζυμώματα κοινή ονομασία τών ενζύμων* … Dictionary of Greek
μανιτάρι — το 1. ο ορατός ομπρελοειδούς σχήματος καρποφόρος ορισμένων μυκήτων, τυπικά τής τάξης αγαρικώδη, αλλά και ορισμένων άλλων ομάδων 2. (γενικά) κάθε εδώδιμος καρποφόρος 3. ναυτ. άγκυρα χωρίς βραχίονες η οποία έχει σχήμα μανιταριού ή ανοιχτής ομπρέλας … Dictionary of Greek